- πολιτεύματος
- πολίτευμαbusiness of governmentneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… … Dictionary of Greek
μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
αναθεώρηση συντάγματος — Είναι η διαδικασία τροποποίησης του συντάγματος. Τα διάφορα συντάγματα συχνά προβλέπουν σχετικά με τη δυνατότητα αναθεώρησής τους και καθορίζουν τα αρμόδια για τον σκοπό αυτό όργανα, τη διαδικασία της αναθεώρησης και τις διατάξεις οι οποίες… … Dictionary of Greek
Τρικούπης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας, που καταγόταν από το Μεσολόγγι και η οποία διέπρεψε στα γράμματα και στην πολιτική. Τα σπουδαιότερα μέλη της είναι: 1. Ιωάννης (; – 1824). Πρόκριτος του Μεσολογγίου και Φιλικός. Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι.… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κοινοβουλευτισμός — Θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά το Σύνταγμα θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ του… … Dictionary of Greek
μεταπολίτευση — η η αντικατάσταση πολιτεύματος με άλλο, διαφορετικό ή εντελώς αντίθετο, αλλαγή πολιτεύματος («η μεταπολίτευση άνοιξε νέα περίοδο στην ιστορία μας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πολίτευση (< πολιτεύω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
μοναρχικός — ή, ό (ΑΜ μοναρχικός, ή, όν) [μόναρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονάρχη ή στη μοναρχία («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ασπάζεται την ιδέα τής… … Dictionary of Greek
ολιγαρχία — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πολιτικό καθεστώς, όπου η πολιτική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων ανθρώπων, που διέθεταν μεγάλο πλούτο: η κυβέρνησή τους θεωρούνταν αντίθετη προς τον νόμο, γιατί απέκλειε μεγάλο αριθμό… … Dictionary of Greek